πάνεια

πάνεια
ἡ, Α [πανός (Ι)]
(κατά τον Ησύχ.) «κεχορτασμένη».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πάνεια — panic neut nom/voc/acc pl Πάνειος panic neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πανείων — Πάνεια panic neut gen pl Πάνειος panic masc/fem/neut gen pl Πᾱνεί̱ων , Πανεῖον panic neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνειος — εία, ον, ουδ. και πανεῑον, Α [Παν] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό Πάνα 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Πάνειον και Πανεῑον ο ναός τού Πανός 3. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Πάνεια εορτή τού Πανός στη Δήλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”